- πασαένας
- πασαμία, πασαένα, αρσ. και πασανείς(επιμεριστική αντων.) καθένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «πᾶσα, ἕν» (< πᾶσα θηλ. τής αντωνυμίας πᾶς + εἷς / ἕνας), κατά τα «πᾶσα μέρα», «πᾶσα ὥρα» κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασαένας, ο, πασαμία, η, πασαένα — το ο καθένας (σε λαϊκή απόχρωση): Δεν μπορεί ο πασαένας να κανονίζει τη θέρμανση της πολυκατοικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασανείς — (αντων.) βλ. πασαένας … Dictionary of Greek